Παλαιοί Μουσικοί

Κουρκουνάκης Μανώλης

Κουρκουνάκης Μανώλης (1914-2002)

Γεννήθηκε το Γενάρη του 1914 στην Λικοτιναρά και πέθανε το 2002. Εργάστηκε κατά κύριο επάγγελμα ως τσαγκάρης, διατηρώντας για πολλά χρόνια μαγαζί στην παλιά πόλη των Χανίων. Ασχολήθηκε με την μουσική από μικρή ηλικία, παίζοντας μια λύρα κατασκευασμένη από τον πατέρα του και μαθαίνοντας από τον Παντελή Τζιλιβάκη. Μικρός μετακόμισε στη Χαλέπα όπου δούλευε ο αδερφός του ως ταμπάκης και εκεί γνωρίστηκε με μουσικούς των Χανίων, μαθαίνοντας πέρα από τα παραδοσιακά κρητικά και αστικά λαϊκά τραγούδια. Μεγαλώνοντας, αποκτάει φήμη ως λυράρης και τραγουδιστής. Ακολουθώντας το ρεύμα της εσωτερικής μετανάστευσης, ανοίγει σε ηλικία 20 περίπου χρονών μαζί με τον λαγουτιέρη Δημήτρη Παντελάκη από την Κάινα, ίσως την πρώτη κρητική ταβέρνα στην Αθήνα, με την ονομασία “Ψηλορείτης”. Με την κήρυξη του πολέμου επιστρέφει στα Χανιά όπου και μέχρι το 1968 συμμετέχει ενεργά στα μουσικά πράγματα με ένα ευρύ ρεπερτόριο, αποτέλεσμα της αστικής του διαβίωσης. Συνεργάστηκε με αξιόλογους λαγουτιέρηδες όπως τον Φραγκιό Παπαδάκη, τον Σταύρο Ψύλλο, τον Ρούσσο Οικονομάκη, τον Βασίλη Κουρκουνάκη, τον Σήφη Βαρδάκη, τον Μπαξεβάνη, τον Γιώργο Μαραγκουδάκη, τον Κώστα Χελιουδάκη, τον Γιώργη Κουτσουρέλη, τον Δημήτρη Παντελάκη, τον Δημήτρη Γαλάνη κ.α., καθώς και με σαντουριέρηδες όπως τον Γιώργη Χατζηγιώργη, τον Αντώνη Τσεσμέ και τον Λουκά Μπέρτο. Δυστυχώς ούτε αυτός άφησε δισκογραφικό έργο, αφήνοντας όμως άξιους μουσικούς απογόνους τον λαγουτιέρη γιο του Γιώργη και τον κιθαρίστα εγγονό του Κωστή, αλλά όπως και στην περίπτωση του Πλακιανού, μέσω των σωζώμενων, πρόσφατα ανασυρμένων από το αρχείο της ΕΡΤ ραδιοφωνικών εκπομπών, μπορούμε σήμερα να πάρουμε μια ιδέα της τέχνης του αξιόλογου αυτού λυράρη.

Κολιακουδάκης Νίκος

Κολιακουδάκης Νίκος (1931-2009)

Γεννήθηκε στη Λικοτιναρά το 1931 και πέθανε το 2009. Ο ίδιος αναφέρει πως παρακολουθούσε από παιδί τους παλαιότερους μουσικούς και ιδιαίτερα τον Μανώλη Κουρκουνάκη, που ήταν θείος του από την πλευρά της μητέρας του. Στην Κατοχή, ορφανός και δουλεύοντας ως φαμέγιος στην νονά του στον Κεφαλά, πιάνει αρχικά ένα παλιό μαντολίνο και κατόπιν το 1943 παίρνει τη λύρα που είχε ανταλλάξει με τον Κουρκουνοπαντελή ο μεγαλύτερός του αδερφός για ένα πιστόλι και ένα κομμάτι σχοινί. Ακολουθεί πορεία επαγγελματία μουσικού από μικρή ηλικία, παίρνοντας το βάπτισμα του πυρός το 1945 στο πανυγήρι της Αγίας Τριάδας στον Τσιβαρά1 και το 1958 ηχογραφεί για πρώτη φορά, με τον Νίκο Ηλιάκη ή Καφαντάρη από την Αργυρούπολη, στην Columbia τον “Λικοτιναριανό Συρτό”, που θα ακολουθηθεί από μια πλουσιότατη παραγωγή δισκογραφικών έργων μέχρι και λίγο πριν το θάνατό του, ανάμεσα στα οποία και σατυρικά. Παράλληλα, διατηρούσε για αρκετά χρόνια στα Χανιά κατάστημα με μουσικά είδη. Υπήρξε ικανότατος και ως λαγουτιέρης, αλλά με κύριά του αρετή την τρομερή συνθετική του δεινότητα που την χαρακτηρίζει το προσωπικό του χρώμα. Συνεργάστηκε με κορυφαίους λαγουτιέρηδες και τραγουδιστές σαν τον Γιώργη Κουτσουρέλη, τον Νίκο Μανιά, τους Μαρκογιάννηδες, τον Πέτρο Καρμπαδάκη, τον Ανδρέα Βαρβατάκη, τον Γιώργη Χατζηδάκη, τον Πέτρο Κουμάκη, τον Λευτέρη Χαιρετάκη, τον Γιαγκουλή, τον Κωστή Κουκουμπέ, τον Γιώργη Κουρκουνάκη, τον Στέφανο Αναστασάκη, τον Γιώργη Ξυλούρη, τον Γιάννη Κατάκη, τον Κυριάκο Σταυριανουδάκη, τον Γιώργη Παντερμάκη κ.α. Δίδαξε επίσης αρκετούς νεότερους μουσικούς, ανάμεσα στους οποίους και τον γιο του, δεινό κιθαρίστα Δημήτρη, που ανέτρεχαν σ’ αυτόν καθώς στο παίξιμό του διακρίνεται η διατήρηση και η συνέχιση του αποκορωνιώτικου ύφους και ιδιαίτερα του Πλακιανού. Εξαιτίας αυτού άλλωστε τον επέλεξε ο Σίμωνας Καράς να εκπροσωπήσει τον Αποκόρωνα στο δίσκο 33 στροφών που εκδόθηκε από τον “Σύλλογο πρὸς διάδοσιν τῆς Ἐθνικῆς Μουσικῆς” με αντιπροσωπευτική μουσική απ’ όλη την Κρήτη,2 αλλά και η Δόμνα Σαμίου στην εκπομπή της ΕΡΤ για την μουσική της Δυτικής Κρήτης “Μουσικό Οδοιπορικό”.

Παπαδάκη Ασπασία

Παπαδάκη Ασπασία  (1932-)

Γεννήθηκε στην Πλάκα το 1932. Είναι το τελευταίο παιδί του Φραγκιού Παπαδάκη, αδελφού του Πλακιανού και λαγουτιέρη που σκοτώθηκε στην Κατοχή. Από πολύ μικρή ηλικία ξεκινάει να ασχολείται με το μαντολίνο, αργότερα παίζει λύρα που η ίδια κατασκεύασε, αλλά τελικά καταπιάνεται με το βιολί, ύστερα από παρότρυνση της μητέρας της που το θεωρούσε πιο κατάλληλο όργανο για μια κοπελιά. Μουσικά επηρεάζεται κυρίως από τον θείο της Μιχάλη Παπαδάκη, αλλά και από τους Μανώλη Κουρκουνάκη, Νίκο Κολιακουδάκη, καθώς και από τους κισσαμίτες Χάρχαλη, Ναύτη, Μαύρο, Γαλαθιανό, Κουτσουρέλη. Ξεκινάει την επαγγελματική της σταδιοδρομία μετά την Κατοχή, με λαγούτα τα μεγαλύτερα αδέρφια της Ιωάννα και Παύλο, στο καφενείο που διατηρούσε η οικογένειά τους στο χωριό, ενώ παίζει για πρώτη φορά σε πανηγύρι στον Βάμο μετά το Πάσχα του 1945. Όταν αποχωρεί από την ενεργό μουσική δράση η αδερφή της, συνεχίζει, πάντα ζυγιά με τον αδερφό της, παίζοντας βιολί αλλά και λύρα, ιδιαίτερα μετά την μετακόμισή τους στα Χανιά το 1960, καθώς στις εκπομπές του Ραδιοφωνικού Σταθμού Χανίων που την καλούσαν ήταν αποκλεισμένα τα βιολιά.1 Ασχολήθηκε επίσης με την σύνθεση μαντινάδων, με την κατασκευή λυρών και ερασιτεχνικά με την ζωγραφική, ενώ δίδαξε και αρκετούς μουσικούς, μεταδίδοντάς τους τις γνώσεις της. Άφησε δισκογραφικό έργο με πρώτο το “Παράξενο πουλί” σε δίσκο 45 στροφών της Columbia το 1962, ενώ έχουν διασωθεί και ραδιοφωνικές ηχογραφήσεις της.2 Η Ασπασία, όπως είναι γνωστή με το μικρό της όνομα, δείγμα της αγάπης του κόσμου, κατέρριψε το ανδροκρατούμενο κατεστημένο της κρητικής μουσικής και δισκογραφίας με το να γίνει η πρώτη επαγγελματίας λυράρισσα, σε καιρούς συντηρητικούς, ανοίγοντας έτσι το δρόμο και σε άλλες γυναίκες μουσικούς, και πέρα από την αδιαμφισβήτητη μουσική της αξία πρέπει να της πιστωθεί αυτή η πρωτοπορία. Την ιδιαιτερότητά της αναγνώρισαν και ερευνητές σαν την Δόμνα Σαμίου, που την συμπεριέλαβε στην εκπομπή της ΕΡΤ για την μουσική της Δυτικής Κρήτης “Μουσικό Οδοιπορικό”,3 αλλά και σε δικής της επιμέλειας δίσκο 33 στροφών γαλλικής έκδοσης, στον οποίο εκτελεί με τη λύρα έναν Καστρινό και συνοδεύει, παίζοντας κουτάλια, τον αδερφό της στο λαγούτο σε έναν Πεντοζάλη.

Μπακατσάκης Μιχάλης

Μπακατσάκης Μιχάλης (1944-2010)


Ο Μιχάλης Μπακατσάκης γεννήθηκε το 1944 στον Άη Βασίλη Γαβαλοχωρίου και υπήρξε το τέταρτο από τα έξι παιδιά του Μιχάλη και της Μαρίας Μπακατσάκη. Τελειώνοντας το δημοτικό σχολείο ακολουθεί τον πατέρα του βοηθώντας τον στις κτηνοτροφικές και αγροτικές εργασίες. Με τη λύρα έρχεται σε επαφή στα δεκαέξι του χρόνια όταν αποκτά το πρώτο του όργανο από τον αδερφό του πατέρα του Μανώλη. Ο νεαρός Μιχάλης δείχνοντας ιδιαίτερο ζήλο για την κρητική μουσική αρχίζει να εμφανίζεται σε εκδηλώσεις της επαρχίας του μέσα σε ενάμισι χρόνο, ενώ μέχρι τα είκοσί του είχε καθιερωθεί ως λυράρης και τραγουδιστής. Οι μουσικές επιρροές που δέχθηκε κυρίως από τον Μιχάλη Παπαδάκη ή Πλακιανό αλλά και τους παλαιότερους λυράρηδες του Αποκόρωνα, Χαρίλαο, Καντέρη κ.α., σε συνδυασμό με το παθιασμένο παίξιμο, που ο ίδιος είχε από τη φύση του, συνετέλεσαν ώστε να δημιουργήσει ένα εντελώς ιδιαίτερο, προσωπικό μουσικό ύφος. Με το τέλος της στρατιωτικής του θητείας εξασκεί βιοποριστικά το επάγγελμα του λυράρη περιοδεύοντας σε όλη την Κρήτη, την Αθήνα, την Ρόδο , την Κύπρο κ.α., ενώ εμφανίζεται και στο εξωτερικό σε Γερμανία, Βέλγιο, Τυνησία, Αμερική και Καναδά. Συνεργάτες του υπήρξαν μεταξύ άλλων ο Φάνης Περουλάκης, ο Παντελής Κρασαδάκης και ο Μανώλης Κακλής. Το 1970 ηχογραφεί τον δίσκο 45 στροφών “Ουράνιο τόξο” που περιέχει ένα συρτό του Πλακιανού και μια σειρά από κοντυλιές με σατυρικές μαντινάδες. Το 1973 κι ενώ έχει ήδη διανύσει τα πρώτα χρόνια μιας πολλά υποσχόμενης καριέρας, ένα πρόβλημα στα νεύρα του αριστερού του χεριού τον αναγκάζει να αποσυρθεί από την ενεργό δράση για εννιά ολόκληρα χρόνια, ενώ ταυτόχρονα διορίζεται ως δημόσιος υπάλληλος. Επανέρχεται μουσικά το 1981-1982 συνεργαζόμενος με τον Κώστα Κουκουμπεδάκη και το 1994 αποσύρεται οριστικά. Το 2010 χάνει τη μάχη για τη ζωή κτυπημένος από την επάρατη νόσο, αφήνοντας τη σύζυγό του Ελένη και τα τρία παιδιά που απέκτησαν μαζί, εκ των οποίων ο γιος του Μιχάλης τον διαδέχεται αναδεικνυόμενος σε κορυφαίο λυράρη, συνεχίζοντας το όνομά του.

Καποκάκης Δημήτριος (1885-1924)

Γεννήθηκε μάλλον το 1885 στα Καποκιανά του Στύλου και πέθανε στις 8 Μαρτίου του 1924 στην πολιτεία Utah των ΗΠΑ. Η οικογένειά του είχε ρίζες από τον Βαφέ. Μετανάστευσε στην Αμερική το 1908 όπου εργάστηκε ως μουσικός όπως αναφέρεται σε απογραφή των κατοίκων της Νέας Υόρκης του 1920. Εγκαινιάζει την κρητική δισκογραφία των 78 στροφών στην Αμερική ηχογραφώντας τέσσερα οργανικά κομμάτια στην εταιρεία Columbia το 1917, ενώ ηχογραφεί άλλα τέσσερα, με τραγουδιστή τον Γεώργιο Περδικάκη από το Κόκκινο Χωριό και λαγουτιέρη τον Κωνσταντίνο Βουράκη από τον Αλίκαμπο, στην Panhellenion Phonograph Record Company το 1921.

Αγγανάκης Στυλιανός ή Γλεντούσης  (1859-1941)

Γεννήθηκε το 1859 στον Κουρνά και πέθανε το 1941. Καλός λυράρης, καλλίφωνος τραγουδιστής και αυθόρμητος μαντιναδολόγος. Ιστορούνται πολλά για διάφορα ευτράπελα περιστατικά με πειραχτικές μαντινάδες στα γλέντια του.Κατά τον Χαρίλαο έπαιζε τα πιο πολλά συρτά από άλλους στην εποχή του και έκανε ωραία γυρίσματα στον πεντοζάλη.